μετείκασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μετείκασμα | τα | μετεικάσματα |
| γενική | του | μετεικάσματος | των | μετεικασμάτων |
| αιτιατική | το | μετείκασμα | τα | μετεικάσματα |
| κλητική | μετείκασμα | μετεικάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετείκασμα < μετα- + αρχαία ελληνική εἴκασμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική afterimage)
Ουσιαστικό
μετείκασμα ουδέτερο
- η εικόνα που παραμένει στο αισθητήριο της όρασης μετά τον εξωτερικό ερεθισμό
Μεταφράσεις
μετείκασμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.