εξώθερμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξώθερμος η εξώθερμη το εξώθερμο
      γενική του εξώθερμου της εξώθερμης του εξώθερμου
    αιτιατική τον εξώθερμο την εξώθερμη το εξώθερμο
     κλητική εξώθερμε εξώθερμη εξώθερμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξώθερμοι οι εξώθερμες τα εξώθερμα
      γενική των εξώθερμων των εξώθερμων των εξώθερμων
    αιτιατική τους εξώθερμους τις εξώθερμες τα εξώθερμα
     κλητική εξώθερμοι εξώθερμες εξώθερμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξώθερμος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ectotherm < αρχαία ελληνική ἐκτός + θερμός

Επίθετο

εξώθερμος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.