εξυψωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξυψωμένος η εξυψωμένη το εξυψωμένο
      γενική του εξυψωμένου της εξυψωμένης του εξυψωμένου
    αιτιατική τον εξυψωμένο την εξυψωμένη το εξυψωμένο
     κλητική εξυψωμένε εξυψωμένη εξυψωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξυψωμένοι οι εξυψωμένες τα εξυψωμένα
      γενική των εξυψωμένων των εξυψωμένων των εξυψωμένων
    αιτιατική τους εξυψωμένους τις εξυψωμένες τα εξυψωμένα
     κλητική εξυψωμένοι εξυψωμένες εξυψωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξυψωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξυψώνω

Μετοχή

εξυψωμένος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.