εξτρεμιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εξτρεμιστής | οι | εξτρεμιστές |
| γενική | του | εξτρεμιστή | των | εξτρεμιστών |
| αιτιατική | τον | εξτρεμιστή | τους | εξτρεμιστές |
| κλητική | εξτρεμιστή | εξτρεμιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
εξτρεμιστής αρσενικό
- ονομάζεται ο άνθρωπος ο οποίος υποστηρίζει ή εφαρμόζει ακραίες απόψεις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εξτρεμισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.