εξτρεμιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξτρεμιστικός η εξτρεμιστική το εξτρεμιστικό
      γενική του εξτρεμιστικού της εξτρεμιστικής του εξτρεμιστικού
    αιτιατική τον εξτρεμιστικό την εξτρεμιστική το εξτρεμιστικό
     κλητική εξτρεμιστικέ εξτρεμιστική εξτρεμιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξτρεμιστικοί οι εξτρεμιστικές τα εξτρεμιστικά
      γενική των εξτρεμιστικών των εξτρεμιστικών των εξτρεμιστικών
    αιτιατική τους εξτρεμιστικούς τις εξτρεμιστικές τα εξτρεμιστικά
     κλητική εξτρεμιστικοί εξτρεμιστικές εξτρεμιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξτρεμιστικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική extrémiste[1]

Επίθετο

εξτρεμιστικός, -ή, -ό

  • ο οπαδός ακραίων ιδεών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.