εξτρεμιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξτρεμιστικός | η | εξτρεμιστική | το | εξτρεμιστικό |
| γενική | του | εξτρεμιστικού | της | εξτρεμιστικής | του | εξτρεμιστικού |
| αιτιατική | τον | εξτρεμιστικό | την | εξτρεμιστική | το | εξτρεμιστικό |
| κλητική | εξτρεμιστικέ | εξτρεμιστική | εξτρεμιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξτρεμιστικοί | οι | εξτρεμιστικές | τα | εξτρεμιστικά |
| γενική | των | εξτρεμιστικών | των | εξτρεμιστικών | των | εξτρεμιστικών |
| αιτιατική | τους | εξτρεμιστικούς | τις | εξτρεμιστικές | τα | εξτρεμιστικά |
| κλητική | εξτρεμιστικοί | εξτρεμιστικές | εξτρεμιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξτρεμιστικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική extrémiste[1]
Επίθετο
εξτρεμιστικός, -ή, -ό
- ο οπαδός ακραίων ιδεών
Μεταφράσεις
- εξτρεμιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.