εξορμητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξορμητικός | η | εξορμητική | το | εξορμητικό |
| γενική | του | εξορμητικού | της | εξορμητικής | του | εξορμητικού |
| αιτιατική | τον | εξορμητικό | την | εξορμητική | το | εξορμητικό |
| κλητική | εξορμητικέ | εξορμητική | εξορμητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξορμητικοί | οι | εξορμητικές | τα | εξορμητικά |
| γενική | των | εξορμητικών | των | εξορμητικών | των | εξορμητικών |
| αιτιατική | τους | εξορμητικούς | τις | εξορμητικές | τα | εξορμητικά |
| κλητική | εξορμητικοί | εξορμητικές | εξορμητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξορμητικός < ελληνιστική κοινή ἐξορμητικός < αρχαία ελληνική ἐξορμάω
Επίθετο
εξορμητικός
Μεταφράσεις
εξορμητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.