εξισωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξισωτικός | η | εξισωτική | το | εξισωτικό |
| γενική | του | εξισωτικού | της | εξισωτικής | του | εξισωτικού |
| αιτιατική | τον | εξισωτικό | την | εξισωτική | το | εξισωτικό |
| κλητική | εξισωτικέ | εξισωτική | εξισωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξισωτικοί | οι | εξισωτικές | τα | εξισωτικά |
| γενική | των | εξισωτικών | των | εξισωτικών | των | εξισωτικών |
| αιτιατική | τους | εξισωτικούς | τις | εξισωτικές | τα | εξισωτικά |
| κλητική | εξισωτικοί | εξισωτικές | εξισωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksi.so.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξι‐σω‐τι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐ι‐σω‐τι‐κός
Μεταφράσεις
εξισωτικός
Πηγές
- εξισωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.