εξισωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξισωτικός η εξισωτική το εξισωτικό
      γενική του εξισωτικού της εξισωτικής του εξισωτικού
    αιτιατική τον εξισωτικό την εξισωτική το εξισωτικό
     κλητική εξισωτικέ εξισωτική εξισωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξισωτικοί οι εξισωτικές τα εξισωτικά
      γενική των εξισωτικών των εξισωτικών των εξισωτικών
    αιτιατική τους εξισωτικούς τις εξισωτικές τα εξισωτικά
     κλητική εξισωτικοί εξισωτικές εξισωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξισωτικός < εξισώ(νω) + -τικός

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksi.so.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξισωτικός
παλιότερος συλλαβισμός: εξισωτικός

Επίθετο

εξισωτικός, -ή, -ό

  • που εξισώνει
    η δημοκρατία είναι εξισωτική
    μισθολόγιο εξισωτικό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις εξ και ίσος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.