εξισώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξισώνω < αρχαία ελληνική ἐξισόω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξισώνω | εξίσωνα | θα εξισώνω | να εξισώνω | εξισώνοντας | |
| β' ενικ. | εξισώνεις | εξίσωνες | θα εξισώνεις | να εξισώνεις | εξίσωνε | |
| γ' ενικ. | εξισώνει | εξίσωνε | θα εξισώνει | να εξισώνει | ||
| α' πληθ. | εξισώνουμε | εξισώναμε | θα εξισώνουμε | να εξισώνουμε | ||
| β' πληθ. | εξισώνετε | εξισώνατε | θα εξισώνετε | να εξισώνετε | εξισώνετε | |
| γ' πληθ. | εξισώνουν(ε) | εξίσωναν εξισώναν(ε) |
θα εξισώνουν(ε) | να εξισώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξίσωσα | θα εξισώσω | να εξισώσω | εξισώσει | ||
| β' ενικ. | εξίσωσες | θα εξισώσεις | να εξισώσεις | εξίσωσε | ||
| γ' ενικ. | εξίσωσε | θα εξισώσει | να εξισώσει | |||
| α' πληθ. | εξισώσαμε | θα εξισώσουμε | να εξισώσουμε | |||
| β' πληθ. | εξισώσατε | θα εξισώσετε | να εξισώσετε | εξισώστε | ||
| γ' πληθ. | εξίσωσαν εξισώσαν(ε) |
θα εξισώσουν(ε) | να εξισώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εξισώσει | είχα εξισώσει | θα έχω εξισώσει | να έχω εξισώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εξισώσει | είχες εξισώσει | θα έχεις εξισώσει | να έχεις εξισώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εξισώσει | είχε εξισώσει | θα έχει εξισώσει | να έχει εξισώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξισώσει | είχαμε εξισώσει | θα έχουμε εξισώσει | να έχουμε εξισώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εξισώσει | είχατε εξισώσει | θα έχετε εξισώσει | να έχετε εξισώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξισώσει | είχαν εξισώσει | θα έχουν εξισώσει | να έχουν εξισώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.