εξευγενισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εξευγενισμός | οι | εξευγενισμοί |
| γενική | του | εξευγενισμού | των | εξευγενισμών |
| αιτιατική | τον | εξευγενισμό | τους | εξευγενισμούς |
| κλητική | εξευγενισμέ | εξευγενισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξευγενισμός < εξευγενίζ(ω) + -μός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ennoblissement)
Μεταφράσεις
εξευγενισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.