εξερευνήτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξερευνήτρια | οι | εξερευνήτριες |
| γενική | της | εξερευνήτριας | των | εξερευνητριών |
| αιτιατική | την | εξερευνήτρια | τις | εξερευνήτριες |
| κλητική | εξερευνήτρια | εξερευνήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξερευνήτρια < εξερευνητής + -τρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.