εξεργασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξεργασία | οι | εξεργασίες |
| γενική | της | εξεργασίας | των | εξεργασιών |
| αιτιατική | την | εξεργασία | τις | εξεργασίες |
| κλητική | εξεργασία | εξεργασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξεργασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξεργασία. Συγχρονικά αναλύεται σε εξ- + εργασία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kseɾ.ɣaˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξερ‐γα‐σί‐α
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐ερ‐γα‐σί‐α
Ουσιαστικό
εξεργασία θηλυκό
- (σπάνιο) συνώνυμο του επεξεργασία το αποτέλεσμα του εξεργάζομαι
- (ιατρική) εμφάνιση όγκου ή άλλης παθολογικής κατάστασης στον οργανισμό
- ※ Οι χωροκατακτητικές εξεργασίες του εγκεφάλου, με ολοένα και αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισής τους στον ανθρώπινο πληθυσμό, αποτελούν μια νοσολογική οντότητα με πολύπλευρη αντιμετώπιση.
- Όγκοι εγκεφάλου Σύγχρονη αντιμετώπιση και θεραπεία, 21-03-2017, συντάκτης: Μπρίζας Στέργιος, @iaso.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 02-05-2024.
- ※ Οι χωροκατακτητικές εξεργασίες του εγκεφάλου, με ολοένα και αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισής τους στον ανθρώπινο πληθυσμό, αποτελούν μια νοσολογική οντότητα με πολύπλευρη αντιμετώπιση.
Συγγενικά
- εξεργάζομαι
- χωροεξεργασία
Μεταφράσεις
εξεργασία
|
Πηγές
- εξεργασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εξεργασία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.