εξανθρωπισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εξανθρωπισμός | οι | εξανθρωπισμοί |
| γενική | του | εξανθρωπισμού | των | εξανθρωπισμών |
| αιτιατική | τον | εξανθρωπισμό | τους | εξανθρωπισμούς |
| κλητική | εξανθρωπισμέ | εξανθρωπισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξανθρωπισμός < εξανθρωπίζω + -μός < αρχαία ελληνική ἐξανθρωπίζω
Μεταφράσεις
εξανθρωπισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.