εξανθρωπίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξανθρωπίζω < αρχαία ελληνική ἐξανθρωπίζω

Ρήμα

εξανθρωπίζω (παθητική φωνή: εξανθρωπίζομαι)

  1. κάνω κάποιον καλύτερο άνθρωπο, τον βελτιώνω, ιδίως στον ηθικό τομέα
  2. κάνω κάτι πιο ανθρώπινο, το βελτιώνω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.