εξανθρωπίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξανθρωπίζω < αρχαία ελληνική ἐξανθρωπίζω
Ρήμα
εξανθρωπίζω (παθητική φωνή: εξανθρωπίζομαι)
Συγγενικά
- εξανθρωπισμός
- → δείτε τη λέξη άνθρωπος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξανθρωπίζω | εξανθρώπιζα | θα εξανθρωπίζω | να εξανθρωπίζω | εξανθρωπίζοντας | |
| β' ενικ. | εξανθρωπίζεις | εξανθρώπιζες | θα εξανθρωπίζεις | να εξανθρωπίζεις | εξανθρώπιζε | |
| γ' ενικ. | εξανθρωπίζει | εξανθρώπιζε | θα εξανθρωπίζει | να εξανθρωπίζει | ||
| α' πληθ. | εξανθρωπίζουμε | εξανθρωπίζαμε | θα εξανθρωπίζουμε | να εξανθρωπίζουμε | ||
| β' πληθ. | εξανθρωπίζετε | εξανθρωπίζατε | θα εξανθρωπίζετε | να εξανθρωπίζετε | εξανθρωπίζετε | |
| γ' πληθ. | εξανθρωπίζουν(ε) | εξανθρώπιζαν εξανθρωπίζαν(ε) |
θα εξανθρωπίζουν(ε) | να εξανθρωπίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξανθρώπισα | θα εξανθρωπίσω | να εξανθρωπίσω | εξανθρωπίσει | ||
| β' ενικ. | εξανθρώπισες | θα εξανθρωπίσεις | να εξανθρωπίσεις | εξανθρώπισε | ||
| γ' ενικ. | εξανθρώπισε | θα εξανθρωπίσει | να εξανθρωπίσει | |||
| α' πληθ. | εξανθρωπίσαμε | θα εξανθρωπίσουμε | να εξανθρωπίσουμε | |||
| β' πληθ. | εξανθρωπίσατε | θα εξανθρωπίσετε | να εξανθρωπίσετε | εξανθρωπίστε | ||
| γ' πληθ. | εξανθρώπισαν εξανθρωπίσαν(ε) |
θα εξανθρωπίσουν(ε) | να εξανθρωπίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εξανθρωπίσει | είχα εξανθρωπίσει | θα έχω εξανθρωπίσει | να έχω εξανθρωπίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εξανθρωπίσει | είχες εξανθρωπίσει | θα έχεις εξανθρωπίσει | να έχεις εξανθρωπίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εξανθρωπίσει | είχε εξανθρωπίσει | θα έχει εξανθρωπίσει | να έχει εξανθρωπίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξανθρωπίσει | είχαμε εξανθρωπίσει | θα έχουμε εξανθρωπίσει | να έχουμε εξανθρωπίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εξανθρωπίσει | είχατε εξανθρωπίσει | θα έχετε εξανθρωπίσει | να έχετε εξανθρωπίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξανθρωπίσει | είχαν εξανθρωπίσει | θα έχουν εξανθρωπίσει | να έχουν εξανθρωπίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.