εξαλάτωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαλάτωση οι εξαλατώσεις
      γενική της εξαλάτωσης* των εξαλατώσεων
    αιτιατική την εξαλάτωση τις εξαλατώσεις
     κλητική εξαλάτωση εξαλατώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαλατώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξαλάτωση < εξ- + άλας + -ωση

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksaˈla.to.si/

Ουσιαστικό

εξαλάτωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.