εξαιρέσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξαιρέσιμος | η | εξαιρέσιμη | το | εξαιρέσιμο |
| γενική | του | εξαιρέσιμου | της | εξαιρέσιμης | του | εξαιρέσιμου |
| αιτιατική | τον | εξαιρέσιμο | την | εξαιρέσιμη | το | εξαιρέσιμο |
| κλητική | εξαιρέσιμε | εξαιρέσιμη | εξαιρέσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξαιρέσιμοι | οι | εξαιρέσιμες | τα | εξαιρέσιμα |
| γενική | των | εξαιρέσιμων | των | εξαιρέσιμων | των | εξαιρέσιμων |
| αιτιατική | τους | εξαιρέσιμους | τις | εξαιρέσιμες | τα | εξαιρέσιμα |
| κλητική | εξαιρέσιμοι | εξαιρέσιμες | εξαιρέσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξαιρέσιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξαιρέσιμος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εξαιρώ
Μεταφράσεις
εξαιρέσιμος
|
|
Πηγές
- εξαιρέσιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.