εξαιρούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.skeˈɾu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξαι‐ρού‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐αι‐ρού‐μαι
- ομόηχο: εξαιρούμε
- παρώνυμο: εξαίρουμε
Ρηματικός τύπος
εξαιρούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος εξαιρώ
- → δείτε και τις λέξεις εξαιρείται και εξαιρούνται στο τρίτο πρόσωπο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.