εξάρτιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξάρτιση οι εξαρτίσεις
      γενική της εξάρτισης* των εξαρτίσεων
    αιτιατική την εξάρτιση τις εξαρτίσεις
     κλητική εξάρτιση εξαρτίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαρτίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξάρτιση < ελληνιστική κοινή ἐξάρτισις < ἐξαρτίζω < αρχαία ελληνική ἐξ + ἀρτάω

Ουσιαστικό

εξάρτιση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.