ὠτίον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ὠτίον | τὰ | ὠτίᾰ |
| γενική | τοῦ | ὠτίου | τῶν | ὠτίων |
| δοτική | τῷ | ὠτίῳ | τοῖς | ὠτίοις |
| αιτιατική | τὸ | ὠτίον | τὰ | ὠτίᾰ |
| κλητική ὦ! | ὠτίον | ὠτίᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠτίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὠτίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὠτίον < αρχαία ελληνική οὖς, ὠτ- + υποκοριστικό επίθημα -ίον
Πηγές
- ὠτίον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὠτίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.