ενύπαρκτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενύπαρκτος η ενύπαρκτη το ενύπαρκτο
      γενική του ενύπαρκτου της ενύπαρκτης του ενύπαρκτου
    αιτιατική τον ενύπαρκτο την ενύπαρκτη το ενύπαρκτο
     κλητική ενύπαρκτε ενύπαρκτη ενύπαρκτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενύπαρκτοι οι ενύπαρκτες τα ενύπαρκτα
      γενική των ενύπαρκτων των ενύπαρκτων των ενύπαρκτων
    αιτιατική τους ενύπαρκτους τις ενύπαρκτες τα ενύπαρκτα
     κλητική ενύπαρκτοι ενύπαρκτες ενύπαρκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενύπαρκτος < ενυπάρχω + -τος < αρχαία ελληνική ἐνυπάρχω < ὑπάρχω < ἄρχω

Επίθετο

ενύπαρκτος, -η, -ο

  1. που ενυπάρχει
  2. υπαρκτός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.