ενύπαρκτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενύπαρκτος | η | ενύπαρκτη | το | ενύπαρκτο |
| γενική | του | ενύπαρκτου | της | ενύπαρκτης | του | ενύπαρκτου |
| αιτιατική | τον | ενύπαρκτο | την | ενύπαρκτη | το | ενύπαρκτο |
| κλητική | ενύπαρκτε | ενύπαρκτη | ενύπαρκτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενύπαρκτοι | οι | ενύπαρκτες | τα | ενύπαρκτα |
| γενική | των | ενύπαρκτων | των | ενύπαρκτων | των | ενύπαρκτων |
| αιτιατική | τους | ενύπαρκτους | τις | ενύπαρκτες | τα | ενύπαρκτα |
| κλητική | ενύπαρκτοι | ενύπαρκτες | ενύπαρκτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενύπαρκτος < ενυπάρχω + -τος < αρχαία ελληνική ἐνυπάρχω < ὑπάρχω < ἄρχω
Μεταφράσεις
ενύπαρκτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.