εντερεκτομή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εντερεκτομή | οι | εντερεκτομές |
| γενική | της | εντερεκτομής | των | εντερεκτομών |
| αιτιατική | την | εντερεκτομή | τις | εντερεκτομές |
| κλητική | εντερεκτομή | εντερεκτομές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εντερεκτομή < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική enterectomy < enter- + -ectomy (αρχαία ελληνικά ἔντερον + ελληνιστική κοινή ἐκτομή) εντερ- + -εκτομή[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /en.de.ɾe.ktoˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ντε‐ρε‐κτο‐μή
Ουσιαστικό
εντερεκτομή θηλυκό
Μεταφράσεις
εντερεκτομή
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.