ενταφιαστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ενταφιαστής | οι | ενταφιαστές |
| γενική | του | ενταφιαστή | των | ενταφιαστών |
| αιτιατική | τον | ενταφιαστή | τους | ενταφιαστές |
| κλητική | ενταφιαστή | ενταφιαστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενταφιαστής < ελληνιστική κοινή ἐνταφιαστής
Μεταφράσεις
ενταφιαστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.