εντατικοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εντατικοποιημένος | η | εντατικοποιημένη | το | εντατικοποιημένο |
| γενική | του | εντατικοποιημένου | της | εντατικοποιημένης | του | εντατικοποιημένου |
| αιτιατική | τον | εντατικοποιημένο | την | εντατικοποιημένη | το | εντατικοποιημένο |
| κλητική | εντατικοποιημένε | εντατικοποιημένη | εντατικοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εντατικοποιημένοι | οι | εντατικοποιημένες | τα | εντατικοποιημένα |
| γενική | των | εντατικοποιημένων | των | εντατικοποιημένων | των | εντατικοποιημένων |
| αιτιατική | τους | εντατικοποιημένους | τις | εντατικοποιημένες | τα | εντατικοποιημένα |
| κλητική | εντατικοποιημένοι | εντατικοποιημένες | εντατικοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
εντατικοποιημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.