buffer

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

buffer (en)

  1. ενταμιευτής
  2. (πληροφορική) ενταμιευτής ή ενδιάμεση μνήμη ή προσωρινή μνήμη
     συνώνυμα:data buffer
    δείτε επίσης: Data buffer στην αγγλική Βικιπαίδεια

  • buffer στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.