flush

Αγγλικά (en)

Ρήμα
- τραβάω το καζανάκι
- κοκκινίζω, μπιμπικιάζω, εξανθίζω

Ουσιαστικό
- καζανάκι τουαλέτας
- πλημμύρα-κατακλυσμός συναισθημάτων
- ευθυγραμμισμένος, αλφαδιασμένος
- λεφτάς, ματσωμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.