flush

Αγγλικά (en)

Ρήμα

  1. τραβάω το καζανάκι
  2. κοκκινίζω, μπιμπικιάζω, εξανθίζω

Ουσιαστικό

  1. καζανάκι τουαλέτας
  2. πλημμύρα-κατακλυσμός συναισθημάτων
  3. ευθυγραμμισμένος, αλφαδιασμένος
  4. λεφτάς, ματσωμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.