ενσαρκωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενσαρκωμένος | η | ενσαρκωμένη | το | ενσαρκωμένο |
| γενική | του | ενσαρκωμένου | της | ενσαρκωμένης | του | ενσαρκωμένου |
| αιτιατική | τον | ενσαρκωμένο | την | ενσαρκωμένη | το | ενσαρκωμένο |
| κλητική | ενσαρκωμένε | ενσαρκωμένη | ενσαρκωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενσαρκωμένοι | οι | ενσαρκωμένες | τα | ενσαρκωμένα |
| γενική | των | ενσαρκωμένων | των | ενσαρκωμένων | των | ενσαρκωμένων |
| αιτιατική | τους | ενσαρκωμένους | τις | ενσαρκωμένες | τα | ενσαρκωμένα |
| κλητική | ενσαρκωμένοι | ενσαρκωμένες | ενσαρκωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενσαρκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενσαρκώνω
Μεταφράσεις
ενσαρκωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.