ενοφθαλμισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενοφθαλμισμένος η ενοφθαλμισμένη το ενοφθαλμισμένο
      γενική του ενοφθαλμισμένου της ενοφθαλμισμένης του ενοφθαλμισμένου
    αιτιατική τον ενοφθαλμισμένο την ενοφθαλμισμένη το ενοφθαλμισμένο
     κλητική ενοφθαλμισμένε ενοφθαλμισμένη ενοφθαλμισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενοφθαλμισμένοι οι ενοφθαλμισμένες τα ενοφθαλμισμένα
      γενική των ενοφθαλμισμένων των ενοφθαλμισμένων των ενοφθαλμισμένων
    αιτιατική τους ενοφθαλμισμένους τις ενοφθαλμισμένες τα ενοφθαλμισμένα
     κλητική ενοφθαλμισμένοι ενοφθαλμισμένες ενοφθαλμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

ενοφθαλμισμένος, -η, -ο




Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.