ενοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενοποιώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑνοποιῶ, συνηρημένος τύπος του ἑνοποιέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.no.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νο‐ποι‐ώ
Ρήμα
ενοποιώ, αόρ.: ενοποίησα, παθ.φωνή: ενοποιούμαι, π.αόρ.: ενοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ενοποιημένος
- ενώνω στοιχεία
Αντώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ενοποιώ | ενοποιούσα | θα ενοποιώ | να ενοποιώ | ενοποιώντας | |
| β' ενικ. | ενοποιείς | ενοποιούσες | θα ενοποιείς | να ενοποιείς | ||
| γ' ενικ. | ενοποιεί | ενοποιούσε | θα ενοποιεί | να ενοποιεί | ||
| α' πληθ. | ενοποιούμε | ενοποιούσαμε | θα ενοποιούμε | να ενοποιούμε | ||
| β' πληθ. | ενοποιείτε | ενοποιούσατε | θα ενοποιείτε | να ενοποιείτε | ενοποιείτε | |
| γ' πληθ. | ενοποιούν(ε) | ενοποιούσαν(ε) | θα ενοποιούν(ε) | να ενοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ενοποίησα | θα ενοποιήσω | να ενοποιήσω | ενοποιήσει | ||
| β' ενικ. | ενοποίησες | θα ενοποιήσεις | να ενοποιήσεις | ενοποίησε | ||
| γ' ενικ. | ενοποίησε | θα ενοποιήσει | να ενοποιήσει | |||
| α' πληθ. | ενοποιήσαμε | θα ενοποιήσουμε | να ενοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | ενοποιήσατε | θα ενοποιήσετε | να ενοποιήσετε | ενοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | ενοποίησαν ενοποιήσαν(ε) |
θα ενοποιήσουν(ε) | να ενοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ενοποιήσει | είχα ενοποιήσει | θα έχω ενοποιήσει | να έχω ενοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ενοποιήσει | είχες ενοποιήσει | θα έχεις ενοποιήσει | να έχεις ενοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ενοποιήσει | είχε ενοποιήσει | θα έχει ενοποιήσει | να έχει ενοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ενοποιήσει | είχαμε ενοποιήσει | θα έχουμε ενοποιήσει | να έχουμε ενοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ενοποιήσει | είχατε ενοποιήσει | θα έχετε ενοποιήσει | να έχετε ενοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ενοποιήσει | είχαν ενοποιήσει | θα έχουν ενοποιήσει | να έχουν ενοποιήσει |
| |
Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.