ενοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενοποίηση οι ενοποιήσεις
      γενική της ενοποίησης* των ενοποιήσεων
    αιτιατική την ενοποίηση τις ενοποιήσεις
     κλητική ενοποίηση ενοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενοποίηση < ενοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

ενοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.