ενθρόνιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενθρόνιση οι ενθρονίσεις
      γενική της ενθρόνισης* των ενθρονίσεων
    αιτιατική την ενθρόνιση τις ενθρονίσεις
     κλητική ενθρόνιση ενθρονίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενθρονίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενθρόνιση < ενθρονίζω + -ση

Ουσιαστικό

ενθρόνιση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.