ενθρονισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ενθρονισμός | οι | ενθρονισμοί |
| γενική | του | ενθρονισμού | των | ενθρονισμών |
| αιτιατική | τον | ενθρονισμό | τους | ενθρονισμούς |
| κλητική | ενθρονισμέ | ενθρονισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενθρονισμός < αρχαία ελληνική ἐνθρονισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.