ενθρονίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ενθρονίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενθρονίζω
  2. θα ενθρονίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενθρονίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ενθρονίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενθρόνιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.