ενθρονισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενθρονισμένος η ενθρονισμένη το ενθρονισμένο
      γενική του ενθρονισμένου της ενθρονισμένης του ενθρονισμένου
    αιτιατική τον ενθρονισμένο την ενθρονισμένη το ενθρονισμένο
     κλητική ενθρονισμένε ενθρονισμένη ενθρονισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενθρονισμένοι οι ενθρονισμένες τα ενθρονισμένα
      γενική των ενθρονισμένων των ενθρονισμένων των ενθρονισμένων
    αιτιατική τους ενθρονισμένους τις ενθρονισμένες τα ενθρονισμένα
     κλητική ενθρονισμένοι ενθρονισμένες ενθρονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενθρονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενθρονίζω

Μετοχή

ενθρονισμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.