ενεργοβόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενεργοβόρος | η | ενεργοβόρα | το | ενεργοβόρο |
| γενική | του | ενεργοβόρου | της | ενεργοβόρας | του | ενεργοβόρου |
| αιτιατική | τον | ενεργοβόρο | την | ενεργοβόρα | το | ενεργοβόρο |
| κλητική | ενεργοβόρε | ενεργοβόρα | ενεργοβόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενεργοβόροι | οι | ενεργοβόρες | τα | ενεργοβόρα |
| γενική | των | ενεργοβόρων | των | ενεργοβόρων | των | ενεργοβόρων |
| αιτιατική | τους | ενεργοβόρους | τις | ενεργοβόρες | τα | ενεργοβόρα |
| κλητική | ενεργοβόροι | ενεργοβόρες | ενεργοβόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ενεργοβόρος -α -ο
- που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες ενέργειας για να λειτουργήσει ή να παραχθεί
- ※ Ενεργοβόρα η παγκόσμια δημιουργία κρυπτονομισμάτων (εφ. Το Βήμα, 17/2/2018)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.