ενδόμυχα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενδόμυχα < ενδόμυχος + -α < αρχαία ελληνική ἐνδόμυχος < ἔνδον + μυχός
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ενδόμυχα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ενδόμυχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.