ενδοσκοπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενδοσκοπικός | η | ενδοσκοπική | το | ενδοσκοπικό |
| γενική | του | ενδοσκοπικού | της | ενδοσκοπικής | του | ενδοσκοπικού |
| αιτιατική | τον | ενδοσκοπικό | την | ενδοσκοπική | το | ενδοσκοπικό |
| κλητική | ενδοσκοπικέ | ενδοσκοπική | ενδοσκοπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενδοσκοπικοί | οι | ενδοσκοπικές | τα | ενδοσκοπικά |
| γενική | των | ενδοσκοπικών | των | ενδοσκοπικών | των | ενδοσκοπικών |
| αιτιατική | τους | ενδοσκοπικούς | τις | ενδοσκοπικές | τα | ενδοσκοπικά |
| κλητική | ενδοσκοπικοί | ενδοσκοπικές | ενδοσκοπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενδοσκοπικός < ενδοσκόπ(ηση) + -ικός
Επίθετο
ενδοσκοπικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που σχετίζεται με την ενδοσκόπηση ή γίνεται με ενδοσκόπιο
- ενδοσκοπική εξέταση
- (ψυχολογία) που σχετίζεται με την ανάλυση την συνείδησης
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.