ενδοσκόπηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδοσκόπηση οι ενδοσκοπήσεις
      γενική της ενδοσκόπησης* των ενδοσκοπήσεων
    αιτιατική την ενδοσκόπηση τις ενδοσκοπήσεις
     κλητική ενδοσκόπηση ενδοσκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενδοσκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενδοσκόπηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐνδοσκόπη(σις) + -ση < (λόγιο δάνειο) γαλλική endoscopie < ενδο- + -σκόπηση

Ουσιαστικό

ενδοσκόπηση θηλυκό

  1. (ιατρική) η εξέταση των φυσικών κοιλοτήτων του σώματος χάρη σε ένα ειδικό όργανο, το ενδοσκόπιο
  2. (ψυχολογία) η ανάλυση της συνείδησης, αυτοπαρατήρηση, η εξέταση του εσωτερικού μας κόσμου

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.