ενδοσκοπικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενδοσκοπικά < ενδοσκοπικ(ός) + -ά
Μεταφράσεις
ενδοσκοπικά
|
→ δείτε τη λέξη ενδοσκοπικώς |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ενδοσκοπικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ενδοσκοπικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.