εναγόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εναγόμενος | η | εναγόμενη | το | εναγόμενο |
| γενική | του | εναγόμενου | της | εναγόμενης | του | εναγόμενου |
| αιτιατική | τον | εναγόμενο | την | εναγόμενη | το | εναγόμενο |
| κλητική | εναγόμενε | εναγόμενη | εναγόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εναγόμενοι | οι | εναγόμενες | τα | εναγόμενα |
| γενική | των | εναγόμενων | των | εναγόμενων | των | εναγόμενων |
| αιτιατική | τους | εναγόμενους | τις | εναγόμενες | τα | εναγόμενα |
| κλητική | εναγόμενοι | εναγόμενες | εναγόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εναγόμενος < μετοχή του ρήματος ενάγομαι, της παθητικής φωνής του ρήματος ενάγω
Μετοχή
εναγόμενος
- (νομικός όρος): το άτομο εναντίον του οποίου κατατίθεται αγωγή -συνήθως για αστικά ζητήματα, οικονομικές διαφορές. Θηλυκό της μετοχής ενεστώτα, η εναγόμενη.
- Αποδείχθηκε τελικά ότι ο εναγόμενος δεν όφειλε χρήματα στον ενάγοντα και ότι άδικα είχε ταλαιπωρηθεί τόσους μήνες με αγωγές και μηνύσεις.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.