εμφυλιοπολεμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εμφυλιοπολεμικός | η | εμφυλιοπολεμική | το | εμφυλιοπολεμικό |
| γενική | του | εμφυλιοπολεμικού | της | εμφυλιοπολεμικής | του | εμφυλιοπολεμικού |
| αιτιατική | τον | εμφυλιοπολεμικό | την | εμφυλιοπολεμική | το | εμφυλιοπολεμικό |
| κλητική | εμφυλιοπολεμικέ | εμφυλιοπολεμική | εμφυλιοπολεμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εμφυλιοπολεμικοί | οι | εμφυλιοπολεμικές | τα | εμφυλιοπολεμικά |
| γενική | των | εμφυλιοπολεμικών | των | εμφυλιοπολεμικών | των | εμφυλιοπολεμικών |
| αιτιατική | τους | εμφυλιοπολεμικούς | τις | εμφυλιοπολεμικές | τα | εμφυλιοπολεμικά |
| κλητική | εμφυλιοπολεμικοί | εμφυλιοπολεμικές | εμφυλιοπολεμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εμφυλιοπολεμικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με εμφύλιο πόλεμο
- (μεταφορικά) σχετικός με δυναμική εσωτερική αντιπαράθεση, σε κοινωνική ομάδα, πολιτικό κόμμα, συνασπισμό, ομοσπονδία κ.λπ.
Μεταφράσεις
εμφυλιοπολεμικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.