εμφυλιοπολεμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμφυλιοπολεμικός η εμφυλιοπολεμική το εμφυλιοπολεμικό
      γενική του εμφυλιοπολεμικού της εμφυλιοπολεμικής του εμφυλιοπολεμικού
    αιτιατική τον εμφυλιοπολεμικό την εμφυλιοπολεμική το εμφυλιοπολεμικό
     κλητική εμφυλιοπολεμικέ εμφυλιοπολεμική εμφυλιοπολεμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμφυλιοπολεμικοί οι εμφυλιοπολεμικές τα εμφυλιοπολεμικά
      γενική των εμφυλιοπολεμικών των εμφυλιοπολεμικών των εμφυλιοπολεμικών
    αιτιατική τους εμφυλιοπολεμικούς τις εμφυλιοπολεμικές τα εμφυλιοπολεμικά
     κλητική εμφυλιοπολεμικοί εμφυλιοπολεμικές εμφυλιοπολεμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμφυλιοπολεμικός < εμφύλιος + πολεμικός

Επίθετο

εμφυλιοπολεμικός, -ή, -ό

  1. ο σχετικός με εμφύλιο πόλεμο
  2. (μεταφορικά) σχετικός με δυναμική εσωτερική αντιπαράθεση, σε κοινωνική ομάδα, πολιτικό κόμμα, συνασπισμό, ομοσπονδία κ.λπ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.