εμπύρευμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμπύρευμα τα εμπυρεύματα
      γενική του εμπυρεύματος των εμπυρευμάτων
    αιτιατική το εμπύρευμα τα εμπυρεύματα
     κλητική εμπύρευμα εμπυρεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμπύρευμα < αρχαία ελληνική ἐμπύρευμα < ἐμπυρεύω < ἐν + πῦρ

Ουσιαστικό

εμπύρευμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη πυρ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.