εμπροσθοβαρής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμπροσθοβαρής η εμπροσθοβαρής το εμπροσθοβαρές
      γενική του εμπροσθοβαρούς* της εμπροσθοβαρούς του εμπροσθοβαρούς
    αιτιατική τον εμπροσθοβαρή την εμπροσθοβαρή το εμπροσθοβαρές
     κλητική εμπροσθοβαρή(ς) εμπροσθοβαρής εμπροσθοβαρές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμπροσθοβαρείς οι εμπροσθοβαρείς τα εμπροσθοβαρή
      γενική των εμπροσθοβαρών των εμπροσθοβαρών των εμπροσθοβαρών
    αιτιατική τους εμπροσθοβαρείς τις εμπροσθοβαρείς τα εμπροσθοβαρή
     κλητική εμπροσθοβαρείς εμπροσθοβαρείς εμπροσθοβαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμπροσθοβαρής < έμπροσθ(εν) + -ο- + βάρ(ος) + -ής (1. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nose-heavy· 2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική front-loaded)

Προφορά

ΔΦΑ : /em.bɾo.sθo.vaˈɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμπροσθοβαρής

Επίθετο

εμπροσθοβαρής, -ής, -ές

  1. (νεολογισμός) που έχει το βάρος μπροστά
  2. (νεολογισμός, οικονομία) που ολοκληρώνεται ή εκπληρώνεται (τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος του) στο πρώτο μέρος ενός χρονικού διαστήματος
    οι δανειστές απαιτούν μία εμπροσθοβαρή, αξιόπιστη και πλήρως καταγεγραμμένη διαδικασία μεταρρυθμίσεων, η οποία θα σχετίζεται με απαραίτητους στόχους δημοσιονομικής πολιτικής
    η αξιοποίηση της επένδυσης από τη «λάμδα αναπτυξιακή» αναμένεται να έχει μια εμπροσθοβαρή θετική επίπτωση στην καταπολέμηση της ανεργίας και στην αναζωπύρωση του κατασκευαστικού τομέα

Αντώνυμα

  • οπισθοβαρής

Συνώνυμα

  • μπροστόβαρος

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.