εμποροράφτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εμποροράφτης | οι | εμποροράφτες, εμποροράφτηδες & εμποροραφτάδες |
| γενική | του | εμποροράφτη | των | εμποροραφτών, εμποροράφτηδων & εμποροραφτάδων |
| αιτιατική | τον | εμποροράφτη | τους | εμποροράφτες, εμποροράφτηδες & εμποροραφτάδες |
| κλητική | εμποροράφτη | εμποροράφτες, εμποροράφτηδες & εμποροραφτάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ράφτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμποροράφτης < (καθαρεύουσα) ἐμπορορράπτης. Μορφολογικά, εμπορο- + ράφτης
Ουσιαστικό
εμποροράφτης αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.