εμποροραφείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εμποροραφείο | τα | εμποροραφεία |
| γενική | του | εμποροραφείου | των | εμποροραφείων |
| αιτιατική | το | εμποροραφείο | τα | εμποροραφεία |
| κλητική | εμποροραφείο | εμποροραφεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμποροραφείο < εμπορο- + ραφείο
Ουσιαστικό
εμποροραφείο ουδέτερο
- το εργαστήριο και συνάμα κατάστημα ενός εμποροράφτη
- Η πομπή για την κηδεία του συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη στο Ηράκλειο, λίγες μέρες μετά τον θάνατό του, στο Φράιμπουργκ στις 26 Οκτωβρίου 1957, άρχιζε από τον Αγιο Μηνά και περνούσε από τον κεντρικό δρόμο της πόλης, εκεί όπου το εμποροραφείο τού πατέρα τού Σμαραγδή απείχε μόλις 50 μέτρα από το μαγαζί που κάποτε διατηρούσε ο πατέρας του Καζαντζάκη. Ακόμη και το σπίτι του Καζαντζάκη απείχε ελάχιστα μέτρα από το δικό του. (*)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εμποροράφτης
Μεταφράσεις
εμποροραφείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.