εμπιστευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εμπιστευόμενος | η | εμπιστευόμενη | το | εμπιστευόμενο |
| γενική | του | εμπιστευόμενου | της | εμπιστευόμενης | του | εμπιστευόμενου |
| αιτιατική | τον | εμπιστευόμενο | την | εμπιστευόμενη | το | εμπιστευόμενο |
| κλητική | εμπιστευόμενε | εμπιστευόμενη | εμπιστευόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εμπιστευόμενοι | οι | εμπιστευόμενες | τα | εμπιστευόμενα |
| γενική | των | εμπιστευόμενων | των | εμπιστευόμενων | των | εμπιστευόμενων |
| αιτιατική | τους | εμπιστευόμενους | τις | εμπιστευόμενες | τα | εμπιστευόμενα |
| κλητική | εμπιστευόμενοι | εμπιστευόμενες | εμπιστευόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
εμπιστευόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.