εμιράτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εμιράτο | τα | εμιράτα |
| γενική | του | εμιράτου | των | εμιράτων |
| αιτιατική | το | εμιράτο | τα | εμιράτα |
| κλητική | εμιράτο | εμιράτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμιράτο < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.