αμιράς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αμιράς | οι | αμιράδες |
| γενική | του | αμιρά | των | αμιράδων |
| αιτιατική | τον | αμιρά | τους | αμιράδες |
| κλητική | αμιρά | αμιράδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμιράς < μεσαιωνική ελληνική ἀμιρᾶς[1] / ἀμηρᾶς[2] < αραβική أمير (διοικητής)
Ουσιαστικό
αμιράς αρσενικό
- (ιστορία) στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής αραβικής χώρας κατά τη μεσαιωνική περίοδο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αμιράς - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- αμιράς - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.