ελληνοτουρκικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελληνοτουρκικός | η | ελληνοτουρκική | το | ελληνοτουρκικό |
| γενική | του | ελληνοτουρκικού | της | ελληνοτουρκικής | του | ελληνοτουρκικού |
| αιτιατική | τον | ελληνοτουρκικό | την | ελληνοτουρκική | το | ελληνοτουρκικό |
| κλητική | ελληνοτουρκικέ | ελληνοτουρκική | ελληνοτουρκικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελληνοτουρκικοί | οι | ελληνοτουρκικές | τα | ελληνοτουρκικά |
| γενική | των | ελληνοτουρκικών | των | ελληνοτουρκικών | των | ελληνοτουρκικών |
| αιτιατική | τους | ελληνοτουρκικούς | τις | ελληνοτουρκικές | τα | ελληνοτουρκικά |
| κλητική | ελληνοτουρκικοί | ελληνοτουρκικές | ελληνοτουρκικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.