χαλκοκρατία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλκοκρατία οι χαλκοκρατίες
      γενική της χαλκοκρατίας των χαλκοκρατιών
    αιτιατική τη χαλκοκρατία τις χαλκοκρατίες
     κλητική χαλκοκρατία χαλκοκρατίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαλκοκρατία < χαλκο- + -κρατία

Προφορά

ΔΦΑ : /xal.ko.kɾaˈti.a/

Ουσιαστικό

χαλκοκρατία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (ιστορία, αρχαιολογία) η εποχή του χαλκού
  2. (ειδικότερα)  δείτε τη λέξη Χαλκοκρατία για τη συγκεκριμένη περίοδο της ελληνικής ιστορίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.