ελκυστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ελκυστικότητα | οι | ελκυστικότητες |
| γενική | της | ελκυστικότητας | των | ελκυστικοτήτων |
| αιτιατική | την | ελκυστικότητα | τις | ελκυστικότητες |
| κλητική | ελκυστικότητα | ελκυστικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ελκυστικότητα < ελκυστικός + -ότητα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ελκυστικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.