ελικωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελικωτός η ελικωτή το ελικωτό
      γενική του ελικωτού της ελικωτής του ελικωτού
    αιτιατική τον ελικωτό την ελικωτή το ελικωτό
     κλητική ελικωτέ ελικωτή ελικωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελικωτοί οι ελικωτές τα ελικωτά
      γενική των ελικωτών των ελικωτών των ελικωτών
    αιτιατική τους ελικωτούς τις ελικωτές τα ελικωτά
     κλητική ελικωτοί ελικωτές ελικωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Περίτεχνη λαβή ελικωτού κρατήρα.

Ετυμολογία

ελικωτός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑλικωτός

Επίθετο

ελικωτός, -ή, ό

  1. που έχει τη μορφή έλικας
     συνώνυμα: ελικοειδής
  2. (αρχαιολογία, κεραμική ελικωτός κρατήρας: κρατήρας με λαβές σε σχήμα έλικας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.